πικράδα

πικράδα
η, Ν
1. η ιδιότητα τού πικρού, το να είναι κάτι πικρό («δεν τρώγονται από την πικράδα»)
2. η πίκρα, η βαθιά λύπη («τόσες πικράδες και χολές μάς δίν' ο μαύρος χωρισμός», Βιζυην.)
3. το φυτό κιχώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίκρα + κατάλ. -άδα (πρβλ. ζάλη: ζαλ-άδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πικράδα — η βλ. πίκρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πικράδα — πικράς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεπικρίζω — 1. χάνω την πικράδα μου 2. κάνω κάτι να χάσει την πικράδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πικρίζω] …   Dictionary of Greek

  • πίκρα — η, Ν·1.η ιδιότητα τού πικρού, η πικράδα («η πίκρα τού κινίνου») 2. η πικρία, η βαθιά λύπη («οπού το χαϊδανάστησα με πίκρες και με βάσανα», δημ. τραγούδι) 3. το φυτό κιχώριο, αλλ. πικράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. πικραίνω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • πρικάδα — η, Ν (στον Ερωτόκρ.) πικράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικράδα, με μετάθεση τού ρ ] …   Dictionary of Greek

  • θέρμος — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …   Dictionary of Greek

  • μερρά — μερρά, ἡ (Α) (εβραϊκή λέξη) πικρία, πικράδα …   Dictionary of Greek

  • ξενέρισμα — το [ξενερίζω] 1. απομάκρυνση κάποιου από το συνηθισμένο περιβάλλον του 2. αλλαγή νερού μέσα στο οποίο τοποθετήθηκε κάτι για να χάσει την αρμύρα ή την πικράδα του 3. απαλλαγή από μεθύσι 4. ούρηση …   Dictionary of Greek

  • ξεπικραίνω — 1. κάνω κάτι να χάσει την πικράδα του 2. διώχνω τη θλίψη κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πικραίνω] …   Dictionary of Greek

  • πίκρισμα — το, Ν [πικρίζω] το να πικρίζει κάτι, να έχει πικράδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”